παρακινημένος

παρακινημένος
-η, -ο
(μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παρακινώ), αυτός που παρακινήθηκε από κάποιον, ο δασκαλεμένος, ο βαλτός: Παρακινημένος από τους δικούς του χώρισε τη γυναίκα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ακομινάτος — Επίθετο που αποδίδεται στους αδελφούς Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. 1. Μιχαήλ Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας 1138; – μονή Προδρόμου Βοδονίτσης Λοκρίδας 1222;). Λόγιος και μητροπολίτης Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη διετέλεσε γραμματέας… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτόκης, Κωνσταντίνος — (Κέρκυρα 1872 – 1923). Συγγραφέας. Πολυταξιδεμένος, πολυμαθής (σπούδασε φιλολογία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, φιλοσοφία), γλωσσομαθέστατος (μετέφρασε Πλάτωνα, Αριστοφάνη, ινδική φιλολογία, Βιργίλιο, Λουκρήτιο, Σαίξπηρ, Γκέτε), οργάνωσε το… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… …   Dictionary of Greek

  • Λύβιστρος και Ροδάμνη — Έμμετρο μεσαιωνικό μυθιστόρημα ρομαντικού περιεχομένου, αγνώστου συγγραφέα. Αποτελείται από 3.841 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και ανήκει στον κύκλο των βυζαντινών ερωτικών μυθιστορημάτων του 12ου 13ου αι. Έχει παραδοθεί επίσης… …   Dictionary of Greek

  • παρακινούμαι — παρακινούμαι, παρακινήθηκα, παρακινημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: παρακινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακινιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρακινώ — παρακίνησα, παρακινήθηκα, παρακινημένος, προτρέπω, υποκινώ, παροτρύνω: Παρακίνησέ τον να ζητήσει τα χρήματα που του χρωστούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”